- κόκκυγ'
- κόκκῡγα , κόκκυξcuckoomasc acc sgκόκκῡγι , κόκκυξcuckoomasc dat sgκόκκῡγε , κόκκυξcuckoomasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοκκυγωδυνία — η ιατρ. πόνος που εντοπίζεται στον κόκκυγα και οφείλεται σε νευραλγία τών οπίσθιων κλάδων τών ιερών νεύρων ή σε βλάβη τού ίδιου τού κόκκυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccygodynia < coccyg(o) (< κοκκυγ < κόκκυξ) + odynia (πρβλ … Dictionary of Greek
μαστιγία — μαστιγία, ἡ (Α) 1. η μάστιγα ή το μαστίγωμα 2. είδος φυτού που χρησιμοποιούνταν στη μαγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + κατάλ. ία (πρβλ. κοκκυγ ία)] … Dictionary of Greek